του Μπιλ
Μπλάκγουότερ*
«Οι κεϋνσιανές πολιτικές», έγραφε ο Μάουρο
Μποναιούτι, καθηγητής Οικολογικών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τουρίνου, συνιδρυτής της Ιταλικής Ένωσης Αποανάπτυξης και του Ιταλικού Δικτύου Αλληλέγγυας Οικονομίας
και ένας από τους πλέον γνωστούς εμπειρογνώμονες στο πεδίο της βιο-οικονομίας, «αποτέλεσαν την πιο σημαντική αντισταθμιστική διαδικασία απέναντι στις
κοινωνικές ανισομέρειες που δημιούργησε η καπιταλιστική συσσώρευση κατά τον 20ο
αιώνα. Το ίδιο σημαντικοί στάθηκαν από αυτή την σκοπιά και οι συνδικαλιστικοί
αγώνες για την βελτίωση αποδοχών και συνθηκών εργασίας. Οφείλουμε όμως να
ομολογήσουμε ότι, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή τους στην προστασία του οικονομικού
συστήματος από τις κρίσεις του 20ου αιώνα, οι κεϋνσιανιές πολιτικές δεν είναι
σε θέση να αποτελέσουν εργαλεία απάντησης στις προκλήσεις του 21ου. Ως
πολλαπλασιαστικές της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, ενισχυτικές της ανάπτυξης,
δεν μπορούν να συμβάλλουν παρά στην περαιτέρω επιδείνωση της τρέχουσας
οικολογικής κρίσης. Οι συμβατικοί οικονομολόγοι - νεοκλασικής και κευνσιανής
μήτρας - προβάλλουν το επιχείρημα ότι χάριν της τεχνολογικής εξέλιξης είναι
εφικτή η αύξηση ενός είδους εναλλακτικής συστημικής παραγωγής και, ως εκ τούτου,
η αισθητή μείωση της πίεσης στα οικοσυστήματα. Πρόκειται όμως για μία
προσέγγιση που υποκρύπτει καίριες συστημικές παγίδες: η τεχνολογική εξέλιξη
συνοδεύεται στην πραγματικότητα με μία αισθητή αύξηση της συνολικής κατανάλωσης
ύλης/ενέργειας και των όσων περιβαλλοντικών της επιπτώσεων λόγω του γνωστού
φαινόμενου της «αναπήδησης».
Ο περιβαλλοντικός κεϋνσιανισμός αποτελεί μια ευρεία σχολή σκέψης που
υποστηρίζει ότι οι δημόσιες επενδύσεις σε πράσινους
τομείς μπορεί να βγάλει την οικονομία από την ύφεση και να σώσει τον πλανήτη
από την καταστροφή. Η οπτική του περιβαλλοντικού
κεϋνσιανισμού απόκτησε μεγάλη απήχηση ως επί το πλείστον μετά την
κατάρρευση της Λέμαν Μπρόδερς. Τον
Οκτώβριο του 2008 το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών
αποφάσισε την σύνταξη ενός καθολικού «Green New Deal» για τη εφαρμογή του οποίου απαίτησε από το G20 την παραχώρηση του 1% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος.
Μολονότι φαινομενικά λαμπρή, η οπτική αυτού του τύπου ενέχει ένα θεμελιώδες
«λάθος» - παγίδα - καθόσον θεωρεί την οικονομική
απόδοση ως εξάρτηση της συνεχούς αύξησης της οικονομίας της κατανάλωσης η οποία, εξορισμού, θεωρείται ως μη
βιώσιμη από την σκοπιά της περιβαλλοντικής
προσέγγισης. Ακόμη δε λιγότερο κατανοητή είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία
προσεγγίσεις αυτού του τύπου είναι μεν αποδεκτές από περιβαλλοντικής σκοπιάς αλλά είναι οικονομικά μη βιώσιμες. Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι
πραγματικά αναγκαίο είναι μια οποιαδήποτε μορφή κοινωνικοποιημένης επένδυσης
που δεν εξαρτάται από την οπτική του οικονομικού
οφέλους.