Η «Οικολογική Μετάβαση» στην Πραγματική Οικονομία είναι ουσιαστικά αδύνατη δίχως την «Οικονομική Μετάβαση» στην Οικολογία, με λίγα λόγια δίχως την οικονομική προσέγγιση της οικολογικής οπτικής.
Η
οικονομική προσέγγιση της οικολογικής οπτικής αποδεικνύει ως ανυπόστατη
την πεποίθηση ότι οι επιλογές οικολογικού
χαρακτήρα είναι ακριβότερες από
αυτές που θεμελιώνονται αποκλειστικά και μόνο στην αναζήτηση και στην μεγιστοποίηση
του κέρδους, ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές
τους επιπτώσεις. Παράλληλα, εξαϋλώνει και κάθε νόημα της «αρχέγονης» αντιπαλότητας
μεταξύ δίκαιου εργασίας και δίκαιου περιβάλλοντος, στην οποία θεμελιώθηκαν
και θεμελιώνονται οι περιβαλλοντοκτόνες απόψεις και πρακτικές πολιτικών,
συνδικαλιστών, επιχειρηματιών και παραγωγών, με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Μέσω της οικονομικής προσέγγισης της οικολογικής
οπτικής διασφαλίζονται αμφότερα - δίκαιο
εργασίας και δίκαιο περιβάλλοντος
-καθόσον οι επιλογές μεθόδων που μειώνουν δραστικά αναποτελεσματικότητα, σπατάλες
και εκπομπές, συμβάλλουν τεκμηριωμένα
στην αύξηση κέρδους, θέσεων εργασίας και προστασίας περιβάλλοντος.
Τα
παραδείγματα είναι πολλά και τεκμηριωμένα από δεκαετίες, με βασικό πρωταγωνιστή
το πεδίο της αυτοδιοίκησης –
Περιφερειών και Δήμων – απ’όπου η πολιτική της οικολογικής οπτικής εκκινεί και όπου καταλήγει : από το θέμα της μείωσης
της σπατάλης και της αύξησης της αποδοτικότητας των διαδικασιών ενεργειακής μεταποίησης – ενεργειακή ανάπλαση
κτιριακού δυναμικού, δημιουργία «Energy
Service
Companies» - της διαχείρισης υδατικών πόρων – αντικατάσταση πεπαλαιωμένων
δικτύων, διπλό δίκτυο ύδρευσης – και της διαχείρισης εγκαταλελειμμένων κτιρίων –
«urban mining» -
έως την διαχείριση της βιώσιμης
κινητικότητας, του φυσικού κεφαλαίου
και της κατανάλωσης εγγύτητας.
Εάν
η αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματος
και των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων
επιβαλλόταν μόνο από ηθικής και όχι από
οικονομικής σκοπιάς, τότε η όποια επιλογή
μεθόδου θα εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από τις επιδοτήσεις δημόσιου χρήματος. Σε αυτή την περίπτωση τα έσοδα από
την εφαρμογή των σχετικών μεθόδων θα ήταν απόλυτα εγγυημένα ακόμη και εάν δεν
καλύπτανε το επενδυτικό κόστος, με αποτέλεσμα:
- την προοδευτική
μείωση των κινήτρων αύξησης της αποδοτικότητας τους,
- την
εύλογη σταδιακή εξαΰλωση κάθε προοπτικής εξέλιξης και,
- την
περιοδική διακοπή της εφαρμογής τους σε περιόδους που οι δημόσιοι προϋπολογισμοί
δεν θα επέτρεπαν επιδοτήσεις.
Ακριβώς
για τα παραπάνω, η οικονομική προσέγγιση
της οικολογικής οπτικής βασίζεται - και
οφείλει να βασίζεται - στην πρωτοβουλία της κοινωνίας των πολιτών με το ρόλο του κράτους να περιορίζεται στην
θεσμοθέτηση ενός «έξυπνου» συστήματος φορολογικών
κινήτρων και αντικινήτρων με
στόχο την προαγωγή της υιοθέτησης των κατάλληλων μεθόδων, αποκλειστικά και μόνο
όταν εγγυώνται :
- σαφώς
μικρότερο κόστος παραγωγής ως προς τις συμβατικές μεθόδους,
- σαφώς
μικρότερο κόστος διαχείρισης διαδικασιών,
- αισθητά
μειωμένο οικολογικό αποτύπωμα και κοινωνικό κόστος αποκατάστασης των
περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων και,
- σαφή
αύξηση των μελλοντικών τους δυνατοτήτων.
Μία
παρόμοια στρατηγική αλλαγής οπτικής είναι η μόνη σε θέση να επιτρέψει τον
καθορισμό της οικονομικής πολιτικής
– βιομηχανικής, εμπορικής, αγροτικής, τουριστικής, αυτοδιοικητικής και ό,τι
άλλο – με στόχο την δραστική μείωση της τριπλής οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης και η μόνη που
μπορεί να επιστρέψει την έξοδο από την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008.
Τη
μοναδική προϋπόθεση της οικονομικής
προσέγγισης της οικολογικής οπτικής
- ή της «Οικονομικής μετάβασης» στην
Οικολογία - και της επακόλουθης παραγωγής
ουσιαστικών αποτελεσμάτων, αποτελεί η νοητική απελευθέρωση από το αναπτυξιακό παράδειγμα. Η απελευθέρωση
από το αναπτυξιακό παράδειγμα αποτελεί
διαδικασία που απαιτεί κυρίως την ιστορική αναθεώρηση όσων έχουν συμβεί έως
σήμερα, μέσω του ορισμού της οπτικής γωνίας ανάδειξης της καταστροφικής
εμβέλειας των διαδικασιών που συνοψίζονται ως «πρόοδος», όπως :
- η οικονομική
έκρηξη του περάσματος από την αγροτική
οικονομία της επιβίωσης στον εκβιομηχανισμό
της παραγωγής τροφίμων,
- η
μαζική «μεταφορά» πληθυσμών από την
ύπαιθρο στην πόλη,
- η περιθωριοποίησης
της παραδοσιακής γνώσης στα
λαογραφικά μουσεία και κυρίως,
- ο
μύθος του νεωτερισμού και της νεωτερικότητας.
Απαιτεί
όμως, ταυτόχρονα, και την ικανότητα σύλληψης των διαστάσεων ενός άλλου,
διαφορετικού, μέλλοντος, συγκρότησης
υγιέστερων τοπικών οικονομιών, ικανών να αποδείξουν στην
πράξη ότι είναι δυνατή η μετάβαση σε
ένα άλλο κόσμο.
Η
απελευθέρωση από την νοητική φυλακή
στην οποία καταδίκασε την ανθρωπότητα η οικονομία
της ανάπτυξης αποτελεί πλέον ζωτική ανάγκη. Μέρα με την ημέρα, η συνεχώς
διογκούμενη οικονομική κρίση και η επακόλουθη μείωση της απασχόλησης και της αγοραστικής
δύναμης, σπρώχνουν ολοένα και περισσότερους να αισθάνονται την επείγουσα
ανάγκη να αποδράσουν. Δίπλα στην κρίση
υπάρχει όμως και η έννοια της ευκαιρίας.
Έτσι, η συνεχιζόμενη βαθιά ύφεση αποτελεί
μοναδική ευκαιρία να αποτολμηθεί η δημιουργία της προοπτικής σε ένα άλλο μέλλον, του μοναδικού δυνατού μέλλοντος
που μπορεί να προγραμματιστεί με την «Οικολογική
μετάβαση» στην Πραγματική Οικονομία
μέσω της «Οικονομικής Μετάβασης» της
Οικολογίας. Με λίγα λόγια μέσω της συνεχούς
αξιολόγησης και εφαρμογής, με οικονομικούς
όρους, των επιταγών της οικολογίας.
Από : Μαουρίτσιο Παλλάντε, «Για
μία Οικονομική Μεταστροφή της Οικολογίας»