1. Μολονότι θεμέλιο της δράσης και της οπτικής
του «πράσινου» κινήματος, η θεματική
της προστασίας του περιβάλλοντος είναι
πλέον διάχυτη στην προγραμματική
δημαγωγία της πλειοψηφίας των πολιτικών κομμάτων του δυτικού κόσμου και των
γραφειοκρατιών μηχανισμών τους, σε όλα τα επίπεδα της διοικητικής διάρθρωσης του
χώρου.
2. Το κόστος της ανάπτυξης λαμβάνεται υπόψη από αυτοδιοικήσεις, διακυβερνήσεις -
κρατικές και υπερεθνικές - και από την ίδια την βιομηχανική οργάνωση, στο
πλαίσιο της εκμετάλλευσης του πλανήτη με τρόπους συμβατούς με την αγορά και
τους διαθέσιμους πόρους.
3. Η οικολογία
- επιστήμη της αλληλεπίδρασης των έμβιων στο φυσικό τους περιβάλλον – αποτέλεσε μεν την βάση συγκρότησης μιας σωρείας
εγγενών τομέων αλλά οδήγησε στη μετάλλαξη των βασικών σκοπών της και τη μετατροπή της σε συνολική κριτική οπτική στο μοντέλο της
βιομηχανικής ανάπτυξης.
Περιβαλλοντισμός
ή λειτουργική «οικολογία»;
Η προσπάθεια του πεζού
συμβιβασμού μεταξύ εκβιομηχανισμού και
περιβαλλοντικής διαχείρισης συνθέτει
τον περιβαλλοντισμό. Ο περιβαλλοντισμός εντάσσεται στην ανθρωποκεντρική οπτική χάριν στην
επιστημονική-αναγωγική προσέγγιση της φύσης, σύμφωνα με την οποία η υποβάθμιση
του περιβάλλοντος υποθηκεύει την
επιβίωση του ανθρώπου. Η πλειοψηφική
πολιτισμική προσέγγιση που διαμορφώνει περιορίζει στην θεώρηση της φύσης σαν κεφάλαιο προς προστασία από μέρους ενός προνοητικού, υπεύθυνου, διαχειριστή. Οι φιλελεύθερες οπτικές που την υιοθετούν στοχεύουν στην ενσωμάτωση
της αρχής «όποιος μολύνει πληρώνει»
στα πλέον προηγμένα δίκαια, αγνοώντας ότι δημιουργούν μια διεστραμμένη αγορά ρύπων, που συμβιβάζει μολύνοντες
και μολυσμένους μέσω του καθορισμού της τιμής της προκαλούμενης ζημιάς και ότι
ωθούν τις παραγωγικές μονάδες να προσθέσουν απλώς το κόστος της μόλυνσης στο κόστος
παραγωγής τους.
Περισσότερο πολύπλοκη
παρουσιάζεται η ρεφορμιστική πρόταση της «οικο-ανάπτυξης»
ή βιώσιμης ανάπτυξης. Η προσέγγιση
της βασίζεται στην συνειδητοποίηση της σημαντικής διαφοράς μεταξύ κόστους προστασίας της φύσης και κόστους της ζημιάς που
θα προκαλούνταν στην αντίθετη περίπτωση. Η βιώσιμη
ανάπτυξη προχωρεί σε μια προβολή της εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος στο προσεχές μέλλον επιχειρώντας, πρακτικά, την απλή
μετάθεση μιας αναπόφευκτης καταληκτικής ημερομηνίας. Στο μεταξύ και για λόγους
αρχής, παρά τα διεθνή συνέδρια και τις βαρύγδουπες συλλογές υπογραφών, η βιώσιμη ανάπτυξη αποδεικνύεται ανίκανη
να τροποποιήσει το ισχύον μοντέλο ανάπτυξης
που τροφοδοτείται από μία πραγματική «αγορά
περιβάλλοντος» και εγκλωβίζει τον περιβαλλοντισμό
στο εσωτερικό ενός άσωτου συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης, κύρια και
πρωταρχική αιτία των ζημιών τις οποίες προσπαθεί να θεραπεύσει.
Ριζοσπαστικός
οικολογισμός
Μοναδική μειοψηφική οπτική,
η οποία δεν δέχεται συμβιβασμούς με το ισχύον μοντέλο ανάπτυξης και την τεχνοκρατία που συνιστά το σκληρό
εκτελεστικό του εργαλείο, είναι η οικολογία
του βάθους. Ο όρος οικολογία του
βάθους υιοθετήθηκε από τον Άρνε Νάες
σε μια προσπάθεια «πνευματικής»
προσέγγισης της φύσης, μιας
προσπάθειας που είχε σκιαγραφηθεί εύγλωττα στα κείμενα των αμερικανών πιονιέρων
Άλντο Λέοπολντ και Ραχήλ Κάρσον. Ο Νάες αναζητούσε μια προσέγγιση ουσίας στην φύση μέσω μιας άλλης
ευαισθητοποίησης προς τον ίδιο τον εαυτό μας και τον έμβιο και άβιο κόσμο που
μας περιβάλλει.
Η οικολογία του βάθους παρακάμπτει την αναγωγική επιστημονική
προσέγγιση για να γευτεί την αυτογνωσία και την ενσυναίσθηση της «σοφίας της Γης». Η κριτική στον ανθρωποκεντρισμό είναι θεμελιώδης όσο
και αναπόφευκτη και η ανθρώπινη ύπαρξη - μέσω μιας ολιστικής προσέγγισης -
μέρος του κοσμικού «όλου». Η οπτική της οικολογίας
του βάθους θεμελιώνεται στον οικοκεντρισμό
και στην θεώρηση της φύσης σαν αξίας ανεξάρτητης από την όποια χρησιμότητα της:
εάν καταστρέφουμε την φύση καταστρέφουμε εμάς τους ίδιους.
Μέσω της οικολογίας του βάθους η οικολογική
προσέγγιση γίνεται ουσιαστικά ριζοσπαστική: απαιτεί την επείγουσα αναθεώρηση
του ισχύοντος κοινωνικού μοντέλου,
τις πολιτισμικές μορφές του, την θέση του ανθρώπου στην φύση και την έξοδο από τον εκβιομηχανισμό, από τον ατομικό
ωφελιμισμό και από το ισχύον τεχνο-επιστημονικό
παράδειγμα. Με λίγα λόγια, η οικολογία
του βάθους προτάσσει την παρέμβαση στις αιτίες παρά στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχει ανάγκη επινόησης του όποιου «νέου» αλλά της επανακάλυψης της σχεδόν
αρχαϊκής κατανόησης της «σοφίας της Γης»
και της συνειδητοποίησης της συμβιωτικής, αρμονικής, σχέσης μεταξύ έμβιων και άβιων. Η αναδρομή στο αρχίνημα του οικοσυστήματος συνεπάγεται την αποδόμηση της τεχνόμορφης μηχανής
του επιστημονισμού, πέραν της
μερικής, αναγωγικής, προσέγγισης, στο πεδίο της ταύτισης με την χαμένη έννοια
της αρμονίας μεταξύ φύσης και κουλτούρας και την μεταφυσική οπτική
της πραγματικότητας όπως σκιαγραφήθηκε από τους Γκρέγκορυ Μπάτεσον και Φρίτζοφ
Κάπρα.
Μια
άλλη οπτική
Η πλειοψηφία των μορφών πολυθεϊστικής
θρησκευτικότητας έχει κοσμικό χαρακτήρα. Το σύμπαν εστιάζεται ως σύστημα
αλληλεξαρτούμενων έμβιων και άβιων του οποίου ο άνθρωπος αποτελεί μέρος «απλά και μόνο επειδή υπάρχει». Η φύση είναι έμψυχη, ο χώρος συντίθεται από «ιερούς» τόπους και
ο χρόνος είναι εγγενής της κοσμικής περιοδικότητας μέσω των «τελετών» που
συγκλίνουν σε μια συνεχή διαδρομή κυκλικής διαδικασίας «δούναι» και «λαβείν», ζωής
και θανάτου ή βαθιάς αλληλεγγυότητας οικοσυστήματος
και ανθρώπινης ύπαρξης.
Η φύση στις πολυθεϊστικές θρησκευτικότητες είναι πνευματική εκπόρευση
αντίθετα από τις μονοθεϊστικές οπτικές που υπεισέρχονται καθολικά στην ιστορία
της ανθρωπότητας με την φύση δημιούργημα
της ελεύθερης θέλησης κάποιας θεότητας. Σύμφωνα με τις τελευταίες, το σύμπαν
εκλαϊκεύεται και απογυμνώνεται από τις μυθικές και πνευματικές του διαστάσεις
ανοίγοντας τον δρόμο στον επιστημονισμό - μέσω της ντετερμινιστικής προσέγγισης
της ιστορίας και της ιστορικής εξέλιξης - ο οποίος θα αφαιρέσει την θεότητα από
μια νεκρή ύλη και θα χρήσει τον ορθολογικό άνθρωπο ως απόλυτο και
απομυθοποιημένο σημείο αναφοράς.
Το μήνυμα της οικολογίας του βάθους αντιτίθεται σε
ένα ανθρωποκεντρισμό που ανάγει τον άνθρωπο
σε μοναδική αξία, σύμφωνα με μια νοηματική του κόσμου που είναι τυπική των
παραδοσιακών κοσμογονικών θρησκευτικοτήτων. Η οπτική της συμβάλλει στην
ολοκλήρωση της έννοιας της βιοκεντρικής
ισότητας που, διαφορετικά και μοραλιστικά, προσεγγίζεται σαν μια ισότητα δικαιωμάτων
δικονομικού-φορμαλιστικού τύπου. Η φύση
αξίζει «για αυτό που είναι», δεν
είναι καλή ή κακή έτσι ώστε να επιδέχεται προβολές ουμανιστικού και, κατά
συνέπεια, ανθρωποκεντρικού τύπου.
Μολονότι δεν αποτελεί το μοναδικό βιο-συνειδητό
είδος, ο άνθρωπος αποτελεί το μοναδικό είδος που το συνειδητοποιεί και το
μοναδικό που παραμένει πνευματικά απροσδιόριστο και ελεύθερο επιλογής λόγω των βιολογικών
του χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων. Κάθε προσπάθεια οικολογικής μεταστροφής, με λίγα λόγια, οφείλει να εκκινήσει από
την παραδοχή της πλήρους ενσωμάτωσης της ανθρώπινης
ύπαρξης στην φύση στο πλαίσιο
της ελεύθερης βούλησης να το υλοποιεί αρμονικά, σχεδόν ιερά.
Η
έννοια του ορίου
Η κουλτούρα του οικολογισμού δεν μπορεί παρά να
ταυτιστεί με την ριζική αντιπολίτευση στην ισχύουσα οικονομική ιδεολογία και στο επιστημονικό και τεχνολογικό της
υπόβαθρο, με λίγα λόγια στην οπτική της κοινωνίας των ατόμων - ως ορθολογικών παραγωγών
και καταναλωτών - η οποία στηρίζεται στον αυτορρυθμιστικό μηχανισμό της αγοράς.
Η κουλτούρα του οικολογισμού προτείνει τον επανορισμό
της αρμονικής σχέσης μεταξύ φύσης και
κουλτούρας, κουλτούρας και φύσης, σε
περιβάλλον αμοιβαιότητας κοινοτισμού η οποία αντικαθιστά την ατομικιστική συμβολαιοκρατία με την
πρόταξη μιας κατάστασης αλληλεξάρτησης
μεταξύ φυσικών περιφερειών.
Η κουλτούρα το οικολογισμού επιβάλλει την αναγνώριση
των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων των
κατοίκων κάθε συγκεκριμένου χώρου, ριζωμένων στην τοπικότητα μέσω του φυσικού
και πολιτισμικού παράγοντα, ως σύνοψη
κατάλληλων τεχνολογιών και μιας οικονομίας τοπικών πόρων που ολοκληρώνεται με
αγαθά εξωτερικής παραγωγής στο πλαίσιο των φυσικών ορίων της αλληλεξάρτησης. Η αίσθηση του ορίου και η κουλτούρα των διαφορών - λογικό επακόλουθο της παραδοχής της βιοποικιλότητας - οφείλουν να
προσανατολίζουν την άμεση και παραδειγματική δράση κάθε ατόμου ή συλλογικότητας
που ενστερνίζεται την ενσυναίσθηση με την ομοιοστατική «σοφία της Γης».
Περιθωριακό
μήνυμα;
Ο τύπος της κοινότητας που
διαφαίνεται περισσότερο έτοιμη στην κατεύθυνση του σχηματισμού μιας ευρείας οικολογικής συνείδησης ανήκει θεωρητικά
στην μειοψηφική παράδοση. Η βαθιά κρίση του Κράτους-Έθνους και η αποστροφή στις κεντρικίστικες και υπερτροφικές δομές και στην μαζικοποίηση της καταναλωτικής κοινωνίας, μετατοπίζουν όμως ολοένα
περισσότερο στο πεδίο της αναγνώρισης της σημασίας της τοπικότητας, της τοπικής
κουλτούρας, της κουλτούρας των τοπικών
παραδόσεων και της επανόδου στην μικρή
κλίμακα της οικονομίας, ως
μοναδικών αντίδοτων στην αποπροσωποποίηση της βιομηχανικής μονοκαλλιέργειας.
Τοπική
παράδοση σημαίνει κοινότητα
με ικανότητα αυτορρύθμισης: κοινά
αποδεκτές συνήθειες στην θέση επιβαλλόμενων κανόνων, κύρος στην θέση της εξουσίας
και συμμετοχική δημοκρατία σαν
εργαλείο υπευθυνοποίησης κάθε ελεύθερου πολίτη στο πλαίσιο της συλλογικότητας στον
συγκεκριμένο χώρο της. Οι αρχέτυπες και ανθρωπολογικά αυτόχθονες κοινωνίες
παρέχουν ένα ικανοποιητικό παράδειγμα μειοψηφικής παράδοσης. Οι τοπικές
κοινότητες φρόντισαν για χιλιετίες για τις κοινές ανάγκες της συλλογικότητας
μέσω της αυτορρύθμισης, μέσω μιας αλληλέγγυας σχέσης με την φύση σε ένα αξιολογικό πλαίσιο
στοχευμένο στο «κοινό καλό», ή μέσω
της αποδοχής της κυκλικότητας της φύσης ως αυτοκατανόηση ή κατανόηση του
εσωτερικού μας ριζώματος σε εκείνο το σύμπαν αισθήσεων και προσωπικών
αντιλήψεων που προβάλλουν το «πνεύμα»
στις κοσμικές αρμονίες.
* του Γιώργου Δημητρίου, Περιφερειακού Συμβούλου Αττικής, Επικεφαλής Περιφερειακής Παράταξης «Οικολογική Συμμαχία για την Περιφέρεια Αττικής». Το άρθρο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο 2012 στο στο http://prasinovelos.blogspot.com (http://prasinovelos.blogspot.com/2012/01/blog-post_25.html)